§807. Simple Infinitive and Infinitive with τοῦ after Verbs of Hindrance, etc. 1
妨害のニュアンスを含意する動詞に続く不定詞に関する四つの用例(目次)
英語原文
After verbs and other expressions which denote hindrance or freedom from anything, two forms are allowed, the simple infinitive, and the genitive of the infinitive with τοῦ.
Thus we can say (a) εἴργει σε τοῦτο ποιεῖν (747) and (b) εἴργει σε τοῦ τοῦτο ποιεῖν (798), both with the same meaning, he prevents you from doing this. As the infinitive, after verbs implying a negation, can take μή to strengthen the previous negation without otherwise affecting the sense (815, 1), we have a third and a fourth form still with the seme meaning : (c) εἴργει σε μὴ τοῦτο ποιεῖν, and (d) εἴργει σε τοῦ μὴ τοῦτο ποιεῖν, he prevents you from doing this. (For a fifth form, εἴργει σε τὸ μὴ τοῦτο ποιεῖν, with the same meaning, see 811.)
If the leading verb is itself negatived (or is interrogative with a negative implied), de double nagative μὴ οὐ is generally used instead of μή in the form (c) with the simple infinitive, but probably never in the form (d) with the genitive of the infinitive ; as οὐκ εἴργει σε μὴ οὐ τοῦτο ποιεῖν, he does not prevent you from doing this (815, 2), but not τοῦ μὴ οὐ τοῦτο ποιεῖν. (See also 811, for τὸ μὴ οὐ.) E.g.
(a) Κακὸν δὲ ποῖον εἴργε τοῦτ᾿ ἐξειδέναι; Soph. O.T. 129. Παιδὸς Φέρητος, ὃν θανεῖν ἐρρυσάμην. Eur. Alc. 11. Ἐπὶ Ὀλύνθου ἀποπέμπουσιν, ὅπως εἴργωσι τοὺς ἐκαῖν ἐπιβοηθεῖν. Thuc. i.62. Ἄλλως δέ πως πορίζεσθαι τὰ ἐπιτήδεια ὅρκους ἤδη κατέχοντας ἡμᾶς (ᾔδειν). Xen. An. iii.1,20. Εὐδοκιμεῖν ἐμποδὼν σφίσιν εἶναι. Plat. Euthyd. 305D. Εἰ τοῦτό τις εἴργει δρᾶν ῎κνος, if any hesitation prevents you from doing this. Id. Soph. 242A. Τὴν ἰδέαν τὴς γῆς οὐδέν με κωλύει λέγειν. Id. Phaed. 108D. Τὸν Φίλιππον παρελθεῖν οὐκ ἐδύναντο κωλῦσαι. Dem. v.20.
(b) Τοῦ δὲ δραπετεύειν δεσμοῖς ἀπείργουσι; Xen. Mem. ii.1,16. Τὸ γὰρ ψευδόμενον φαίνεσθαι καὶ τοῦ συγγνώμης τινὸς τυγχάνειν ἐμποδὼν μάλιστα ἀθρώποις γίγνεται. Id. Cyr. iii.1,9. Εἶπεν ὅτι κωλύσειε (ἂν) τοῦ καίειν ἐπιόντας. Id. An. 1.6,2. Ἐπέσχομεν τοῦ δακρύειν. Plat. Phaed. 117E (cf. 117C, quoted in 811). Ἀπεσχόμην τοῦ λαβεῖν τοῦ διαίου ἕνεκα. Dem. xix.223.
(c) Θνητούς γ᾿ ἔπαυσα μὴ προσδέρκεσθαι μόρον. Aesch. Prom. 248. Τούμὸν φυλάξει σ᾿ ὄνομα μὴ πάσχειν κακῶς. Soph. O.C. 667. Ὅπερ ἔσχε μὴ τὴν Πελοπόννησον πορθεῖν, which prevented him from ravaging the Peloponnesus. Thuc. i.73. Διεκώλυσε μὴ διαφθεῖραι. Id. iii.49. Ἐπεγένετο κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι. Id. i.16. Πέμπουσι κήρυκα, ὑποδεξάμενοι σχήσειν τὸν Σπαρτιήτην μὴ ἐξιέναι. Hdt. ix.12. Εἶργε μὴ βλαστάνειν. Plat. Paedr. 251B.
Οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔκδυσις μὴ οὐ δόντας λόγον εἶναι σοὺς δούλους. Hdt. viii.100. (See 815, 2 ; 816.) Οὐ δυνατοὶ αὐτὴν ἴσχειν εἰσὶ Ἀργεῖοι μὴ οὐκ ἐξιέναι. Id. ix.12. Ὥστε ξένον γ᾿ ἂν οὐδέν᾿ ὄνθ᾿, ὥσπερ σὺ νῦν, ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν. Soph. O.C. 565. Τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ ὑβριζομένους ἀποθανεῖν; Xen. An. iii.1,13. (Τί ἐμποδών implies οὐδὲν ἐμποδών.) Τινος ἂν δέοιο μὴ οὐχὶ πάμπαν εὐδαίμων εἶναι; what would hinder you from being perfectly happy? Id. Hell. iv.1,36.
(d) Πᾶς γὰρ ἀσκὺς δύο ἄνδρας ἔξει τοῦ μὴ καταδῦναι, i.e. will keep two men from sinking. Xen. An. iii.5,11. Ὂν οὐδείς πω προθεὶς τοῦ μὴ πλέον ἔχειν ἀπετράπετο. Thuc. i.76. Εἰ δ᾿ ἄρ᾿ ἐμποδών τι αὐτῷ ἐγένετο τοῦ μὴ εὐθὺς τότε δικάσασθαι. Dem. xxxiii.25. Ἠπίσπατο τὴν πόλιν μικρὸν ἀπολιποῦσαν τοῦ μὴ ταῖς ἐσχάταις συμφοραῖς περιπεσεῖν. Isoc. xv.122. Ἀποσοβοῦντες ἂν ἐμποδὼν γίγνοιντο τοῦ μὴ ὁρᾶν αὐτοὺς τὸ ὅλον στράτευμα. Xen. Cyr. ii.4,23. Εἰδότες ὅτι ἐν ἀσφαλεῖ εἰσι τοῦ μηδὲν παθεῖν. Ib. iii.3,31 (cf. Thuc. vi.18, quoted in 749). Τοῦ δὲ μὴ (κακῶς) πάσχειν αὐτοὶ πᾶσαν ἄδειαν ἤγετε, you were entirely free from feat of suffering harm. Dem. xix.149. Ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτ᾿ ἀποστροφῆς τοῦ μὴ τὰ χρήματ᾿ ἔχειν ὑμᾶς, there being no longer any escape from the condlusion thay tyou have taken bribes (from your having bribes). Id. xxiv.9.
The last two examples show that the negative of the infinitive can take μή, even after nouns implying hindrance or freedom. In the two following, the addition of μή is more peculiar :—
Ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, the inability to rest. Thuc. ii.49. Τῇ τοῦ μὴ ξυμπλεῖν ἀπιστίᾳ, trough distrust of sailing with them ; i.e. through unwillingness to sail, caused by distrust. Id. iii.75.
1. See Madvig's Bemerkungen über einige Puncte der griechischen Wortfügungslehre, pp. 47-66.
日本語解釈